- ἐπασσύτεραι
- ἐπασσύτεροςone upon anotherfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επασσύτερος — ἐπασσύτερος, α, ον (Α) 1. αυτός που διαδέχεται άλλον με ορμή, σε πυκνά κύματα, αλλεπάλληλος («ἐπασσύτεραι Δαναῶν κίνυντο φάλαγγες», Ομ. Ιλ.) 2. συχνός, επαναλαμβανόμενος 3. (για άνεμο) αυτός που πνέει ασταμάτητα 4. (για κακό) αυτός που μεγαλώνει… … Dictionary of Greek
ἐπασσύτερ' — ἐπασσύτερα , ἐπασσύτερος one upon another neut nom/voc/acc pl ἐπασσύτερε , ἐπασσύτερος one upon another masc voc sg ἐπασσύτεραι , ἐπασσύτερος one upon another fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)